- κύφελλα
- κύφελλα, τὰ (Α)1. οι κοιλότητες τών αφτιών2. νέφη ομίχλης3. φρ. μτφ. «κύφελλα ἰῶν» — πλήθη βελών, σύννεφα από βέλη4. (στον εν.) τo κύφελ(λ)οντο ποτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τους αρχαίους γραμματικούς, η λ. προέρχεται από *κρύπελλααργότερα η λ. συνδέθηκε με τον τ. κύπελλον].
Dictionary of Greek. 2013.